- ἀνθρωποειδῶν
- ἀνθρωποειδήςlike a manmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ορεοπίθηκος — (oreopithecus). Γένος ανθρωποειδών πρωτενόντων ζώων, που έχουν εκλείψει. Απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε λιγνιτοφόρα στρώματα της βινδομπονίου βαθμίδας στο βουνό Μπάμπολι και στο Μπατσινέλο της επαρχίας Γκροσέτο της Τοσκάνης. Ύστερα από… … Dictionary of Greek
υλοβατίδες — (Hylobatidae). Οικογένεια στενόρρινων πιθήκων της τάξης των ανθρωποειδών. Περιλαμβάνει μεγαλόσωμους πιθήκους με πλατύ το οστό του στέρνου, χαρακτηριστικό γνώρισμα των οποίων είναι τα υπερβολικά μακριά μπροστινά άκρα, σε βαθμό που, όταν στέκονται… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
νυκτιπίθηκος — ο ζωολ. γένος ανθρωποειδών νυκτόβιων πιθήκων τής Αμερικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyctipithecus < νύξ, νυκτός + πίθηκος] … Dictionary of Greek
παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
πλησιάνθρωπος — (plesianthropus). Γένος απολιθωμένων ανθρωποειδών πιθήκων που ανήκουν στην οικογένεια των αυστραλοπίθηκων και αναγνωρίστηκαν από ανθρωπολόγους την περίοδο 1930 40. Απολιθώματά τους βρέθηκαν από το δρα Μπρουμ στην πλειοπλειστόκαινο του Σερκφοντάιν … Dictionary of Greek
προπλειοπίθηκος — ο, Ν (παλαιοντ. ανθρωπολ.) απολιθωμένο γένος μικρών πρωτόγονων ανθρωποειδών, που χρονολογείται από το κατώτερο ολιγόκαινο τής Αιγύπτου και που σύμφωνα με ορισμένη άποψη, μη επιβεβαιωμένη πλήρως, μπορεί να αποτελεί πρόγονο τού ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
υλοβάτης — ο / ὑλοβάτης, ΝΑ, και ὑλιβάτης και ὑλίβατος και ὑληβάτης και δωρ. τ. ὑλοβάτας Α νεοελλ. ζωολ. γένος ανθρωποειδών πιθήκων τής οικογένειας υλοβατίδες, κν. γίββονας αρχ. αυτός που συχνάζει στα δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + βάτης / βατος (< βαίνω),… … Dictionary of Greek